φιγαλία

φιγαλία
η, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους λεπιδόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phigalia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φιγαλία — Φιγαλίᾱ , Φιγάλιος fem nom/voc/acc dual Φιγαλίᾱ , Φιγάλιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Φιγαλίᾱ , Φιγαλίη fem nom/voc/acc dual Φιγαλίᾱ , Φιγαλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιγαλίᾳ — Φιγαλίᾱͅ , Φιγάλιος fem dat sg (attic doric aeolic) Φιγαλίᾱͅ , Φιγαλίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιγαλίας — Φιγαλίᾱς , Φιγάλιος fem acc pl Φιγαλίᾱς , Φιγάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) Φιγαλίᾱς , Φιγαλίη fem acc pl Φιγαλίᾱς , Φιγαλίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιγαλίαν — Φιγαλίᾱν , Φιγάλιος fem acc sg (attic doric aeolic) Φιγαλίᾱν , Φιγαλίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фигалия — (Φιγαλία, Phigalia) город древней Аркадии, лежавший в южной части области, на границе с Мессенией, близ впадения Лимакса в Неду, на высокой отвесной горе; был хорошо укреплен. По соседству с Ф., на горе Котилии, находился известный храм Аполлона… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФИГАЛИЯ —    • Phigalia,          Φιγαλία, λεια, также Φιάλεια, город на юго западе Аркадии на границе с Мессениней, расположенный на крутой возвышенности, нависшей над северным берегом реки Неды, в которую впадает ручей Лимакс, протекающий вблизи западной …   Реальный словарь классических древностей

  • Phigalia — PHIGALIA, æ, Gr. Φιγαλία, ας, eine der Dryaden, von welcher, nach einigen, die Stadt Phigalia, in Arkadien, den Namen haben soll. Paus. Arcad. c. 39. p. 519 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ακρατοφόρος — Προσωνυμία του Διονύσου, που τον λάτρευαν στη Φιγαλία με αυτό το επώνυμο. Α. λεγόταν επίσης ένα μεγάλο σφαιρικό πήλινο αγγείο, που περιείχε τον άκρατο οίνο. Το αγγείο αυτό ονομαζόταν και ψυκτήρ και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. * * *… …   Dictionary of Greek

  • Δορίμαχος ή Δορύμαχος — (3ος 2ος αι. π.Χ.). Αιτωλός στρατηγός. Ήταν γιος του Νικόστρατου. Το 221 π.Χ. στάλθηκε να βοηθήσει τους Φιγαλιείς εναντίον των Σπαρτιατών· στην πραγματικότητα, ωστόσο, στόχος της αποστολής ήταν να παρακολουθεί από τη Φιγαλία τις κινήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Φιάλεια — Πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, η άλλοτε Φιγάλεια ή Φιγαλία. Βλ. λ. Φιγάλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”